ΕΘΙΜΑ - ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ


 ΕΘΙΜΑ - ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
[Από το βιβλίο "Ασβεστοχώρι, Ισοτρία-Παράδοση" των Χριστίνας Αραμπατζή και Αναστασίας Χατζηαστερίου, 2000,σελ. 73-92]

  • Ο γάμος
Το να παντρευτεί κανείς εκείνη την εποχή ήταν μια υπόθεση αρκετά σημαντική και χρονοβόρα. Ακολουθούσε ένα πολύ συγκεκριμένο τυπικό που δύσκολα μπορούσαν να το τροποποιήσουν.Όταν οι άντρες επέστρεφαν από τα ξένα, τότε γίνονταν χοροί στο Μπαχτσέ. Εκεί χόρευαν τα κορίτσια του χωριού και οι νέοι έλεγαν στη μητέρα τους ποιο κορίτσι ήθελαν να πάει να ζητήσει για γάμο. Όμως, για να αρραβωνιαστούν, έπρεπε απαραιτήτως να έχουν έτοιμα τα εξής χρυσαφικά που θα έδιναν στη νύφη: μια καρφίτσα από τρεις λίρες Εγγλέζικες που θα έβαζε η νύφη στη μπλούζα της, μισή λίρα που έβαζε στο τσεμπέρι να μη ξελυθεί ο φιόγκος, δύο μισές λίρες για σκουλαρίκια και ένα πεντόλιρο.

         Τα Θεοφάνεια, συνήθως, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, για να δώσουν λόγο και να ορίσουν την ημερομηνία του γάμου. Το τυπικό απαιτούσε να βάλουν σε ένα δίσκο κουφέτα, ένα κλαδί πράσινο ζιλένκα (ταφλιάνι) και ένα φλουρί που το έδεναν σε μια κόκκινη κορδέλα. Ασφαλώς, υπήρχε ένας συμβολισμός σε όλα αυτά, που αποσυμβολί-ζεται ως εξής: το πράσινο για την ελπίδα, το κόκκινο για τον έρωτα και το φλουρί για τα πλούτη που εύχονταν όλοι να έχει το καινούριο σπιτικό.
Μια εβδομάδα πριν το γάμο η μητέρα του γαμπρού έστελνε στη νύφη ένα πιάτο με λίγα στραγάλια, κουφέτα, κρασί, φρούτα, σημάδι πως ξεκινούσε η τελετή του γάμου. Το δώρο αυτό ονομαζόταν «πορκά», δηλαδή, οπωρικά.
         Η καθαυτό τελετή του γάμου άρχιζε με το σφάξιμο του χοίρου ή των χοίρων, ανάλογα με το πόσο πλούσιος ήταν αυτός που παντρευόταν. Οι φίλοι του γαμπρού τηγάνιζαν τα εντόσθια και έκαναν ένα γλέντι με μπόλικο κρασί ή ούζο και χορό. Οι γυναίκες ζύμωναν το ψωμί για το γάμο. Το ψωμί αυτό ήταν εφτάζυμο, το περίφημο «ταζμίτικο», που έφτιαχναν και το Πάσχα.
          Τη Δευτέρα πριν το γάμο έπλεναν την προίκα. Όλη η προίκα αποτελούνταν από υφαντά κιλίμια, πετσέτες, κουβέρτες, σεντόνια, όλα καμωμένα στον αργαλειό. Οι φίλες της νύφης σιδέρωναν την προίκα και αφού τελείωναν, έφτιαχναν χαλβά, για να διασκεδάσουν και να ευχηθούν. Την Παρασκευή πριν το γάμο έδειχναν την προίκα. Από το σπίτι της νύφης περνούσε όλο το σόϊ του γαμπρού, αλλά και άλλοι φίλοι και συγγενείς, για να δουν την προίκα και να ευχηθούν. Πρώτοι και καλύτεροι ο πεθερός και η πεθερά που έριχναν φλουριά, όπως και οι άλλοι καλεσμένοι. Η νύφη τους κερνούσε γλυκό του κουταλιού. Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν στο «δείξιμο» της προίκας τα έπαιρναν οι φίλες της νύφης και έκαναν ένα γλέντι με χαλβά.
          Το Σάββατο άρχιζε το γλέντι με νταούλια. Σ' αυτό συμμετείχε όλο το χωριό και κρατούσε όλη την ημέρα. Το πρωί της Κυριακής οι φίλοι και οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν να «φορτώσουν» την προίκα με το άλογο του γαμπρού και να την πάνε στο σπίτι του. Η πεθερά στόλιζε το άλογο, βάζοντας δυο άσπρα μαντήλια στα αυτιά του. Από τη μια μεριά του αλόγου έβαζαν το μπαούλο και από την άλλη το στρώμα. Πάνω στο άλογο ανέβαινε ο αδελφός της νύφης ή ένα ανήψι της που κρατούσε το κλειδί του μπαούλου. Για να δώσει το κλειδί έπρεπε να «ρίξουν» χρήματα ή φλουριά. Ακολουθούσαν φίλοι που κρατούσαν την υπόλοιπη προίκα. Ύστερα ετοίμαζαν το πανέρι με τα ρούχα της νύφης που τα έκανε όλα ο γαμπρός. Την αλλαξιά του γαμπρού την ετοίμαζε η νύφη. Ο γαμπρός ντυνόταν με τη βοήθεια των φίλων του που τον έβαζαν να ντυθεί μέσα σε ταψί. Όταν ετοιμαζόταν ο γαμπρός πήγαινε με τους φίλους και τους συγγενείς, χορεύοντας και τραγουδώντας με τη συνοδεία οργάνων να πάρουν τον κουμπάρο. Στη συνέχεια πήγαιναν μαζί και έπαιρναν τη νύφη. Τους υποδέχονταν φίλες της που κρατούσαν πανέρια με «κίτκες». Οι κίτκες ήταν λουλούδια δεμένα με χρυσή τρέσα που τα στερέωναν με καρφίτσα στο πέτο των καλεσμένων. Μέχρι να ετοιμαστεί η νύφη, ο γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να φάει τηγανητά αυγά με ζάχαρη, για να είναι γλυκός.
               Από το σπίτι της νύφης ξεκινούσαν σε πομπή. Μπροστά ο γαμπρός, μετά ο κουμπάρος και τέλος η νύφη. Μέχρι να φτάσουν στην εκκλησία, έπιναν, χόρευαν και τραγουδούσαν. Όταν η πομπή περνούσε από τα καφενεία του χωριού οι ιδιοκτήτες έδιναν ως δώρο κρασί ή ούζο, για να πίνουν οι χορευτές. Στην εκκλησία τους περίμεναν η πεθερά και ο πεθερός κρατώντας το κροντήρι.
Αφού τελείωνε η στέψη, συνέχιζαν το γλέντι στο Μπαχτσέ. Εκεί «χόρευαν τα δώρα», δηλαδή η πεθερά και ο πεθερός έσερναν το χορό κρατώντας τα δώρα που τους είχε κάνει η νύφη, επιδεικνύοντας τα. Στο γλέντι που γινόταν στο Μπαχτσέ είχε τη δυνατότητα η νύφη να δείξει τα χορευτικά της προσόντα, τη χάρη και την ομορφιά της.
             Μετά έφευγαν για το σπίτι του γαμπρού. Στην εξώπορτα περίμενε η πεθερά κρατώντας ένα κόσκινο που είχε μέσα ένα μήλο και ένα ρόδι. Το μήλο η νύφη το πετούσε έξω από το σπίτι και το ρόδι μέσα. Στη συνέχεια έπρεπε να κρατήσει το κόσκινο με τέτοιο τρόπο, ώστε να πείσει την πεθερά ότι ήξερε να κοσκινίζει.
             Τη Δευτέρα το πρωί η πεθερά έστελνε ένα παιδί με ούζο στο σπίτι της μητέρας της νύφης, για να την κεράσει. Η νύφη φορούσε το δευτεριάτικο φόρεμα και περίμενε όλο το σόι του γαμπρού, για να της δώσουν τα δώρα τους, φλουριά και χρυσαφικά που σχημάτιζαν το «γιορντάνι». Αυτό είχε ένα πεντόλιρο στη μέση, δεξιά και αριστερά τις ντού-μπλες και γύρω-γύρω στη σειρά μικρά φλουριά.
           Την Τετάρτη η πεθερά με τις κόρες της και άλλους συγγενείς της πήγαιναν στο σπίτι της μητέρας της νύφης, για να κεραστούν. Την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο η πεθερά και η νύφη πήγαιναν μαζί στην εκκλησία και μετά σε όλα τα σπίτια των συγγενών, για να γνωρίσει η νύφη το σόι..
Οι Γάμοι των Βλάχων
            Τα έθιμα αυτά του γάμου κρατούσαν όλοι στο Ασβεστοχώρι και τα κρατάνε ακόμη και σήμερα, με λίγες μόνο «παραλείψεις». Οι γάμοι των Βλάχων από τα Μεγάλα Λιβάδια είχαν και αυτοί το δικό τους τυπικό που έχει αρκετές ομοιότητες, αλλά και διαφοροποιήσεις:
           Την Τετάρτη, πριν το γάμο, άρχιζαν τις ετοιμασίες πηγαίνοντας στο βουνό, για να κόψουν ξύλα με τα οποία θα έψηναν τα φαγητά. Την Πέμπτη έσφαζαν τα ζώα και «καλούσαν»: έβγαιναν οι «σοράτες», οι φίλες της νύφης, με ένα μήλο, «μερ», μέσα στο οποίο υπήρχε ένα νόμισμα και «καλούσαν». Το βράδυ της ίδιας μέρας έφτιαχναν το «ταζ-μίτ'κο». Από αυτό έφτιαχναν το «κουλάκ'» του γάμου που έδινε η πεθερά στη νύφη και το «κουλάκ'» του κουμπάρου, με το οποίο γινόταν το επίσημο «κάλεσμα» του. Συγκεκριμένα στον τελευταίο το πήγαιναν σε ένα ταψί, στολισμένο με ρεβύθια και καρύδια. Την Παρασκευή όλοι οι καλεσμένοι πήγαιναν στην προίκα. Το Σάββατο το πρωί άρχιζαν οι μεγάλες ετοιμασίες για το τραπέζι και το γλέντι. Επίσης, πήγαιναν στον κουμπάρο δώρα (παπούτσια ή και πουκάμισο), καθώς και ένα κομμάτι κρέας μαζί με το κουλάκ' που προαναφέρθηκε.     
            Με κουλάκ' γινόταν και η επίσημη πρόσκληση προς τους κοντινούς συγγενείς, ενώ οι «φουρτάτς», φίλοι του γαμπρού, καλούσαν με την «πλόσκα» (ένα ξύλινο μπουκάλι) στολισμένη με βασιλικό. Αυτοί πήγαιναν στα συγγενικά σπίτια, κερνώντας και λέγοντας « η ώρα η καλή». Την ίδια μέρα οι «φουρτάτς», λίγο πριν το γλέντι, έφτιαχναν το «φλάμπουρο» στο σπίτι του γαμπρού, με όλους τους καλεσμένους παρόντες, τραγουδώντας «κέρνα, κέρνα...» και έπαιρναν φιλοδωρήματα. Το «φλάμπουρο» ήταν μια σημαία πάνω σε ένα κοντάρι που στο επάνω μέρος σχημάτιζε σταυρό. Στην κάθε άκρη του υπήρχε κι από ένα μήλο. Το «φλάμπουρο» το στόλιζαν, επίσης, με κορδέλες και κουδουνάκια που έραβαν στις άκρες της σημαίας.

  • Το φλάμπουρο.
           Την Κυριακή το πρωί φόρτωναν την προίκα πάνω στα άλογα και την πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Αργότερα, μετά το στρώσιμο της προίκας, πήγαιναν να πάρουν με τη συνοδεία των μουσικών οργάνων τον κουμπάρο για το μεσημεριανό τραπέζι. Αφού τελείωνε το φαγητό, έφευγε ο κουμπάρος από το σπίτι του γαμπρού και η όλη διαδικασία του γάμου έμπαινε στην τελική ευθεία. Η εκκίνηση δινόταν από το σπίτι του γαμπρού, ο οποίος, αφού ξυριζόταν και ετοιμαζόταν μαζί με την ακολουθία του πήγαινε στου κουμπάρου. Από εκεί γαμπρός και κουμπάρος, με το φλάμπουρο μπροστά, πήγαιναν στη νύφη. Στο σπίτι της νύφης ανέβαζαν το «φλάμπουρο» στα κεραμίδια. Έπρεπε να πληρώσει ο κουμπάρος, για να το κατεβάσουν από εκεί και να πάρουν τη νύφη. Μόνο με το «φλάμπουρο» πήγαιναν τη νύφη στην εκκλησία και φυσικά με τη συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και τραγουδώντας. Μετά τη στέψη πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, όπου, στην αυλή, έπρεπε να πάρουν οι «φουρτάτς» το «κουλάκ'», που το πρόσφερε η πεθερά στη νύφη πάνω σε μια τούφα άσπρο, ακατέργαστο μαλλί, και να το σπάσουν. Τα κομμάτια τα έπαιρναν οι καλεσμένοι που ακολουθούσαν την πομπή. Μόλις έφτανε στην πόρτα του σπιτιού η νύφη, της έδιναν βούτυρο στο οποίο βουτούσε το δάχτυλο, για να κάνει το σταυρό σε τρία σημεία: επάνω στο κατώφλι, δεξιά και αριστερά της πόρτας. Προηγουμένως, έπρεπε να κρατήσει με τη σειρά τρία παιδιά. Το πρώτο παιδί έπρεπε να είναι αγόρι. Μετά από αυτό της έδινε η πεθερά ένα μήλο που έριχνε πίσω της. Μπαίνοντας πια στο σπίτι, της έδιναν ένα ψωμί στο ένα χέρι και στο άλλο ένα «γκιουμάκι» με νερό να ρίξει στις τέσσερις γωνίες για την ευτυχία. Για να προχωρήσει μέσα στο σπίτι, όπου έπρεπε να προσκυνήσει την Εικόνα, έστρωναν ένα άσπρο υφαντό, σύμβολο της αγνότητας, που είχε φτιάξει η πεθερά γι' αυτό το λόγο και κάλυπτε όλη την απόσταση από την Εικόνα μέχρι την πόρτα. Αφού προσκυνούσε, της έδιναν ένα λουκούμι που το έτρωγε από μισό μαζί με τον πεθερό. Μετά, καθόταν η νύφη και της πήγαιναν να χαιρετήσει όλα τα παιδιά, στα οποία πρόσφερε ένα μήλο. Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί.
              Τη Δευτέρα το πρωί έριχνε η νύφη νερό στον πεθερό να πλυθεί και εκείνος έριχνε λίρα. Πρωί-πρωί της ίδιας μέρας, πήγαιναν στο καινούριο σπίτι της νύφης η μάνα της και οι συγγενείς της με γλυκά, χαλβά σιμιγδαλένιο κυρίως. Την Τρίτη καθαριζόταν το σπίτι και την Τετάρτη η μάνα της νύφης πήγαινε με το «κουλάκ'» και τους καλούσε όλους στο σπίτι για φαγητό. Τότε «δώριζε» η νύφη στους συγγενείς του γαμπρού και μετά στρωνόταν τραπέζι. Μετά το φαγητό πήγαινε η νύφη στη βρύση να πάρει νερό μαζί με όλους τους συγγενείς. Εκεί έβαζαν μέσα στη στέρνα τους δυο πεθερούς και έτσι τελείωνε ο γάμος. 
  • Χριστούγεννα
           Τα Χριστούγεννα ήταν μια ξεχωριστή γιορτή για την Ασβεστοχωρίτικη οικογένεια, διότι, συνήθως, ο ξενιτεμένος άνδρας του σπιτιού είχε επιστρέψει. Έτσι όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία, για να ακούσει τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων που άρχιζε στις πέντε τα χαράματα και απόλυε στις οκτώ. Στην επιστροφή τους από την εκκλησία έτρωγαν κοτόσουπα, που η νοικοκυρά του σπιτιού την ετοίμαζε από το προηγούμενο βράδυ, και κότα ψητή. Ο πατέρας ή ο παππούς θύμιαζε το τραπέζι με όλα τα φαγητά, τα φρούτα και τη Χριστόπιτα που ήταν κατασκευασμένη από το ίδιο το ζυμάρι που ζύμωναν και το ψωμί, δεν ήταν δηλαδή από γλυκό ζυμάρι. Την επόμενη μέρα έτρωγαν το πρασοσέλινο.
             Την Πρωτοχρονιά έφτιαχναν τυρόπιτα, όπου μέσα τοποθετούσαν το τυχερό φλουρί και την έκοβε ο πατέρας το βράδυ της παραμονής, αφού πάλι θύμιαζε το τραπέζι. Στη διάρκεια του Δωδεκαήμερου θύμιαζαν κάθε βράδυ, για να διώξουν τα κακά πνεύματα, τους καλικάντζαρους. Ξεχωριστή και ιδιαίτερη σημασία είχαν για τους Ασβεστοχωρίτες τα Θε-οφάνεια. Ήταν μια γιορτή που τη γιόρταζαν με λαμπρότητα και έθιμα εξαιρετικά. Την παραμονή ο νεωκόρος του ναού μετέφερε στο Μπαχτσέ ένα βαρέλι. Οι νέες και οι νέοι το γέμιζαν με νερό από τις βρύσες και ήταν μια ευκαιρία να διασκεδάσουν και να γνωριστούν. Άλλωστε στους χορούς των Θεοφανείων γίνονταν και τα «παντρολογήματα». Έκλεβαν πουρνάρια από τα γύρω σπίτια, άναβαν φωτιές μέσα στα χιόνια, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ένα σωστό πανηγύρι.
              Την παραμονή, επίσης, οι νονές πήγαιναν στα βαφτισί-μια το περίφημο κερί των Θεοφανείων. Περνούσαν σε ένακερί φρούτα, μήλο, πορτοκάλι, ξερά σύκα, έβαζαν ξάφι και έδεναν γύρω-γύρω κόκκινη κλωστή στην οποία περνούσαν φλουριά. Άσπρο κερί χωρίς φρούτα, με κόκκινη κορδέλα και φλουρί πήγαινε και η πεθερά στη νύφη, όταν ήταν ακόμη αρραβωνιασμένη, ενώ τον πρώτο χρόνο του γάμου το ίδιο κερί της πήγαινε η κουμπάρα της.

Το κερί των Θεοφανείων.
              Ανήμερα των Θεοφανείων μοίραζαν το πορτοκάλι με ένα κλαδί κυπαρίσσι ή πεύκο. Το έθιμο αυτό συμβολίζει την μπομπονιέρα της βάπτισης του Χριστού, σύμφωνα με άλλους τη συγχώρεση που ζητούν οι πιστοί μεταξύ τους. Μια παράδοση, εξάλλου, αναφέρει πως τα πορτοκάλια τα έφεραν οι ξενιτεμένοι «ασβεστάδες» από τη Γιάφα, όπου είχαν φτάσει κατά τις περιπλανήσεις τους για εξεύρεση εργασίας. Το έθιμο αυτό το έφεραν οι Ασβεστοχωρίτες από τη γενέτειρα του ίδιου του Ιησού.
             Όταν τελείωνε η λειτουργία του αγιασμού, τα παλικάρια του χωριού καβάλα στα άλογα πήγαιναν να ποτίσουν τα ζώα τους με τον υπόλοιπο αγιασμό για την καλή τους υγεία.
  • Αποκριά
             Σε όλη τη διάρκεια της Αποκριάς οι νέες και οι νέοι του χωριού ντύνονταν καρναβάλια με τις παραδοσιακές στολές τους, χόρευαν και τραγουδούσαν στο Μπαχτσέ. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, το βράδυ, γινόταν η «συγχώρεση». Όλοι ζητούσαν συγχώρεση από τους μεγαλύτερους, φιλώντας τους το χέρι. Στη συνέχεια έτρωγαν και μετά το φαγητό ο παππούς, ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος της οικογένειας έκανε το «χάσκα». Μαζεύονταν όλοι σε ένα μεγάλο κύκλο. Στη μέση καθόταν ο παππούς, κρατώντας το ξύλο που άνοιγαν τα φύλλα της πίτας, στο οποίο είχε δέσει μια κλωστή από όπου κρεμόταν ένα αυγό. Το ξύλο αυτό με το αυγό το κουνούσε μπροστά στο στόμα των παρευρισκομένων στον κύκλο που έχασκαν, εξού και «χάσκα», προσπαθώντας να πιάσουν το αυγό. Η χρήση του αυγού είχε συμβολική σημασία, καθώς με το αυγό άρχιζε η νηστεία της Σαρακοστής και με το Πασχαλινό αυγό τελείωνε.
              Την Καθαρή Δευτέρα έπλεναν οι νοικοκυρές όλες τις κατσαρόλες, ώστε να μη μείνει ίχνος «λίγδας» και καθάριζαν τα σπίτια τους, για να είναι προετοιμασμένα για τη Σαρακοστή, τη νηστεία της οποίας κρατούσαν αυστηρά και ευλαβικά.
  • Πάσχα
             Ο εορτασμός του Πάσχα ξεκινούσε το Σάββατο, μια εβδομάδα πριν από το Σάββατο του Λαζάρου, οπότε τα κορίτσια έκαναν ένα σταυρό με λουλούδια από το βουνό που τον έθαβαν σε μια κρυψώνα. Το Σάββατο του Λαζάρου τον ξέθαβαν, γεγονός που συμβόλιζε την Ανάσταση του Λαζάρου. Στη συνέχεια τοποθετούσαν μικρές ανθοδέσμες από λουλούδια, τις «κίτκες», σε ένα δίσκο και κρατώντας το λουλουδένιο σταυρό, πήγαιναν στα σπίτια, προσέφεραν τα λουλούδια και έπαιρναν χρήματα που τα αξιοποιούσαν, για να αγοράσουν κάποιο γλυκό και να διασκεδάσουν.
            Τη Μ. Τετάρτη οι γυναίκες πήγαιναν και μάζευαν χόρτα, λάπατα, τσουκνίδες, παπαρούνες, με τα οποία θα έκαναν τη χορτόπιτα της Μ. Πέμπτης, που ήταν και η μόνη μέρα της Σαρακοστής που έτρωγαν λάδι. Η συλλογή των χόρτων τη Μ. Τετάρτη συμβόλιζε, όπως προαναφέρθηκε και στο κεφάλαιο Διατροφικές συνήθειες, τη σύλληψη του Χριστού μέσα στον κήπο των Ελαιών.
           Τη Μ. Πέμπτη, αφού όλη η οικογένεια μεταλάμβανε, η μητέρα έβαφε τα αυγά και μετά κρεμούσε ένα κόκκινο πανί στο παράθυρο, ένδειξη ότι είχαν βαφεί τα αυγά. Όσο πιο γρήγορα έβγαινε το κόκκινο πανί στο παράθυρο, τόσο πιο καλή νοικοκυρά ήταν αυτή που το έβγαζε. Όλο το βράδυ της Μ. Πέμπτης οι γυναίκες ξενυχτούσαν το Χριστό, στην Εκκλησία, μοιρολογώντας.
Την ίδια μέρα ζύμωναν και το «ταζμίτικο», εφτάζυμο ψωμί που το πήγαιναν στον κουμπάρο αντί για τσουρέκι και στους μεγαλύτερους, πεθερά, μητέρα. Το ζύμωμα αυτού του ψωμιού απαιτούσε μεγάλη διαδικασία και ιεροτελεστία. Όσες γυναίκες ασχολούνταν με το ζύμωμα αυτού του ψωμιού, δε μιλούσαν μεταξύ τους και δεν ανέφεραν πουθενά ότι ζύμωναν εφτάζυμο, γιατί πίστευαν ότι «ματιάζεται» και δε φουσκώνει. Έλεγαν, μάλιστα, ότι όταν το ψωμί αυτό το έβλεπε κάποια που μάτιαζε γινόταν «σαν πέτρα».
               Μέσα σε ένα πήλινο αγγείο που το ονόμαζαν «λάτκα», έβαζαν ρεβύθι που προηγουμένως το είχαν κοπανίσει, δάφνη των Βαίων, βασιλικό, κριθάρι, επίσης κοπανισμένο, αλάτι, λίγο αλεύρι και βραστό νερό. Με αυτά τα υλικά έκαναν τη μαγιά. Τα υλικά έπρεπε να είναι επτά, γι' αυτό και ονομαζόταν «επτάζυμο». Όταν το μείγμα αυτό φούσκωνε και ξεχείλιζε από το αγγείο, το ζύμωναν σε ξύλινη σκάφη μέσα σε ζεστό δωμάτιο. Το άφηναν μία με δύο ώρες να φουσκώσει. Για να δουν αν είναι έτοιμο, άναβαν ένα σπίρτο και αν έπαιρνε η ζύμη φωτιά τότε ήταν έτοιμο για ζύμωμα. Καθώς το έπλαθαν, έκαναν διάφορα σχέδια και το στόλιζαν.
           Τη Μ. Παρασκευή δε μαγείρευαν τίποτε, παρά έτρωγαν ψωμί, χαλβά, ελιές, κρεμμυδάκια. Αυτή τη μέρα οι νέοι του χωριού ετοίμαζαν και τα βαρελότα με το μπαρούτι που τα έριχναν το βράδυ της Ανάστασης. Το γιορταστικό φαγητό της Λαμπρής ήταν το φρικασέ, αρνί ή κατσίκι με χόρτα και κρεμμυδάκια, ανοιξιάτικο φαγητό και πολύ νόστιμο.
  • Τσάλμα
             Με την έναρξη του καλοκαιριού, ευκαιρία για χορό, τραγούδι και διασκέδαση δινόταν με το έθιμο της Τσάλμας που γινόταν στις 24 Ιουνίου, ανήμερα του Αη-Γιαννιού, σε κάθε γειτονιά. Οι νέες και οι νέοι έκοβαν κλαδιά και έκαναν στεφάνια από ένα αναρριχώμενο φυτό που μοσχοβολούσε και ονόμαζαν «τσάλμα» (αλλού λέγεται «Αη-Γιάννης»). Άναβαν μεγάλες φωτιές, όπου έκαιγαν τα στεφάνια αυτά, καθώς και της Πρωτομαγιάς, και πηδούσαν πάνω από τις φωτιές. Στις στάχτες της φωτιάς έψηναν σκόρδα, για να ξορκίσουν τα κακά πνεύματα.
  • Περπερούνα ή Περπερώ
            Σε περίοδο ξηρασίας, καθώς η ανάγκη για νερό ήταν μεγάλη, οι κάτοικοι του χωριού κατέφευγαν στο έθιμο της Περ-περούνας που είναι γνωστό πανελλαδικά. Το έθιμο αυτό γινόταν προς το τέλος της Ανοιξης, γιατί τότε παρουσιαζόταν ανομβρία ή και το Φθινόπωρο, αν υπήρχε ανάγκη.
           Έπαιρναν ένα μικρό φτωχό κορίτσι και το έντυναν με φύλλα πράσινα «για να πρασινίσει ο τόπος». Το γύριζαν στο χωριό, σχηματίζοντας πομπή, τραγουδώντας «Πιρπιρώ, Πιρπιρώ, να βρέξει ο Θεός». Αυτό χόρευε και του έριχναν νερό οι νοικοκυρές. «Η μαγική λογική είναι εδώ φανερή: Όπως βρέχω εγώ την Περπερούνα ή Περπερώ που είναι καταπράσινη, έτσι να βρέξει και ο Θεός, να πρασινίσει η γη».1 Στη συνέχεια του έδιναν αλεύρι ή χρήματα ή ο,τιδήποτε ήθελαν.
  •  Πανηγύρι Προφήτη-Ηλία
             Το εξωκκλήσι που δεσπόζει στην κορυφή του Κουρί είναι αφιερωμένο στον Προφήτη-Ηλία, κατά τον εορτασμό του οποίου ένα μεγάλο πανηγύρι γινόταν στο χωριό. Η εικόνα του προφήτη-Ηλία έβγαινε σε πλειστηριασμό. Όποιος έδινε τα περισσότερα φλουριά έπρεπε να ανεβάσει την εικόνα από το γήπεδο μέχρι το εξωκκλήσι με τα πόδια. Τον ακολουθούσαν παλικάρια πάνω σε άλογα, στολισμένα με χρωματιστά κιλίμια. Μεγάλη τιμή και περηφάνια κατείχε τον κάτοικο του χωριού που ανέβαζε την εικόνα. Μακροημέρευση, καλή υγεία, χαρά σήμαινε για το σπιτικό του. Στη συνέχεια όλοι γλεντούσαν με σούβλες, άφθονο κρασί και εγχώρια «όργανα».


ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ ΣΤΟ ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙ

Στο χωριό μας έχουμε πολλά και διάφορα έθιμα. Ένα από αυτά είναι των Θεοφανείων.
Το έθιμο αυτό γίνεται κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων στην εκκλησία μας. Σε αυτό το έθιμο τη παραμονή των Θεοφανείων όσες νονές είναι από εδώ και ξέρουν το έθιμο και άμα είναι και τα βαφτισίμια τους από εδώ τους πηγαίνουν ένα κερί.
( Επειδή το έθιμο είναι τοπικό άμα πας πουθενά αλλού με το κερί, οι άλλοι επειδή δεν το ξέρουν θα σε σχολιάζουν.) Το οποίο έχει πάνω περασμένα 2 πορτοκάλια , 1 μήλο, 5-6 αποξηραμένα σύκα και όποιος θέλει βάζει από πάνω διάφορα φλουριά.
Όταν τελειώσει η λειτουργία των Θεοφανείων , βγαίνουν οι παπάδες , οι ψάλτες και όλος ο κόσμος που βρίσκεται εκεί στο προαύλιο της εκκλησίας . Εκεί έχουν μια κολυμπήθρα με νερό όπου ένας παπάς αγιάζει το νερό της κολυμπήθρας λέγοντας κάποια λόγια για αρκετή ώρα. Όταν ο παπάς λέει το <<Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε>> ρίχνει το σταυρό που κρατάει στα χέρια του μέσα στο αγιασμένο νερό της κολυμπήθρας.
Εκείνη την ώρα αφήνουν από τα χέρια τους τα περιστέρια που τα κρατάνε κάποιοι χωριανοί . Πριν βγουν στο προαύλιο μοιράζουνε μέσα στην εκκλησία πορτοκάλια που πάνω έχουν βάλει ένα μικρό κλαδάκι από κυπαρίσσι. Σε όλη τη λειτουργία αλλά και έξω στο προαύλιο της εκκλησίας σχεδόν όλοι όσοι είναι εκεί κρατάνε κεριά αναμμένα.
Κάθε χρόνο αυτή η μέρα είναι μια από αυτές που η εκκλησία γεμίζει χαρά και αγάπη με τόσο πολύ κόσμο.
Το κερί συμβολίζει «τη μπομπονιέρα του Χριστού» και γίνεται για τη βάφτισή του και προς τιμή του .
Όλοι όσοι βρίσκονται εκεί είναι πάρα πολύ χαρούμενοι.
Ανυπομονούμε κάθε χρόνο όλοι μας μέχρι να έρθει αυτή η μέρα. Γιατί είναι κάτι το μοναδικό επειδή δε γίνεται πουθενά αλλού κάτι τέτοιο. Και αυτό πρέπει να μας χαροποιεί και να μας τιμά ιδιαίτερα.
Ίσως να είμαστε και τυχεροί που μένουμε σε αυτόν το τόπο!!!


ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ-ΘΕΟΛΟΓΗ ΡΕΝΙΑ

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΩΝ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΩΝ

Στην περιοχή του Ασβεστοχωρίου κάθε χρόνο αναβιώνει το έθιμο με τα πορτοκάλια.. Στη μέση της εκκλησίας  του Αγίου Γεωργίου θα τοποθετηθεί ένα τραπέζι στολισμένο με κλαδιά κυπαρισσιού και πορτοκάλια. Καθώς θα ψάλλεται η θεία λειτουργία, το τραπέζι θα περιστοιχίσουν μικρά παιδιά, που θα κρατούν κεριά στολισμένα με πορτοκάλια .Μετά την απόλυση της θείας λειτουργίας οι εκκλησιαζόμενοι θα πάρουν από ένα κλωνάρι κυπαρισσιού και ένα πορτοκάλι, τα οποία θα τοποθετήσουν στο εικονοστάσιο του σπιτιού τους. 
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΡΚΟΥΛΑ